- φθογγάζομαι
- φθογγ-άζομαι,A = φθέγγομαι, Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Pi.Dith.2.18, cf. Ion Trag.53 (lyr.);
Κύκλωψ φθογγάζετο μύρμηξ AP9.539
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κύκλωψ φθογγάζετο μύρμηξ AP9.539
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθογγάζομαι — Α [φθόγγος] (αποθ.) φθέγγομαι … Dictionary of Greek
φθογγάζεται — φθογγάζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγάζετο — φθογγάζομαι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγῇ — φθογγάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) φθογγή voice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)